- ανεγκωμίαστος
- η , ο [ος , ον ] не удостоенный похвал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνεγκωμίαστος — not praised masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεγκωμίαστος — η, ο (AM ἀνεγκωμίαστος, ον) αυτός που δεν εγκωμιάστηκε … Dictionary of Greek
ανεγκωμίαστος — η, ο αυτός που δεν εγκωμιάστηκε, δεν εξυμνήθηκε: Δε στενοχωριόταν καθόλου που είχε μείνει ανεγκωμίαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεγκωμίαστον — ἀνεγκωμίαστος not praised masc acc sg ἀνεγκωμίαστος not praised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκωμίαστα — ἀνεγκωμίαστος not praised neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκωμίασται — ἀνεγκωμίαστος not praised fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)